Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

 

Αναγνώριση

 

  Κι απόψε στο καμαρίνι, κάθομαι μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη και προσπαθώ να απλώσω τα χρώματα στο πρόσωπο μου. Κάθε φορά κι ένας άλλος. Κοιτάζω το είδωλο στο γυαλί. Που είσαι; ρωτάω κι απόψε. Μα όπως κάθε φορά απάντηση δε παίρνω. Στέκεται εκεί, ανοιγοκλείνει το στόμα, όμως δεν ακούγεται φωνή. Δε χρειάζεται κιόλας. Γνωριζόμαστε μια ολόκληρη ζωή. Ξέρει όλες τις ενδόμυχες σκέψεις μου. Έχει αισθανθεί κάθε στιγμή της ζωής μου. Κι όμως αυτή η μόνιμη αίσθηση ότι αυτό τον άλλο δε θα τον μάθω ποτέ με τρομάζει. Κι ύστερα εσύ.

  Θυμάμαι να σε ψάχνω από πάντα. Πάνω σε ένα καράβι κοιτούσα τα κύματα και τα ρωτούσα μήπως σε είδαν.  Κι άλλοτε πάλι σα παιδί γυρνούσα τη χρωματιστή μου σβούρα και σε γύρευα στους κύκλους που διέγραφε. Κάθε κύκλος και μια ζωή. Κάθε χρώμα και μια στιγμή Πως σε λένε; Δεν έμαθα ποτέ ή μου το πες και το ξέχασα; Μια σβούρα. Μια στροφή κι όλα αλλάζουν. Πότε Οθέλος, πότε Ρωμαίος και πότε Ληρ. Ανάλογα με τις ανάγκες κάθε φορά κι ένας ρόλος στο σανίδι, ένας ρόλος και στην πραγματικότητα. Μα δεν αρκεί ποτέ μόνο ένας. Τα μάτια μου καρφωμένα ακόμη στο πρόσωπο που με κοιτά στην άλλη μεριά του καθρέφτη και το πινέλο στέκει μετέωρο στο χέρι μου.

  Ψάχνω ταραγμένος από τις αναμνήσεις την τσέπη του μαύρου παλτού μου. Είναι εκεί. Ευτυχώς. Δε θέλω να ξέρω τι θα έκανα αν το έχανα. Το βότσαλο μας. Θυμάσαι; Εσύ μου το έδωσες. Μια τόση δα λευκή πετρούλα. Για άλλους συνηθισμένη και ανούσια. Για μένα όλος ο κόσμος. Εσύ. Σα τη ζωή σε μέγεθος, με το χρώμα της ελπίδας και τις άκρες στρογγυλές από τα χτυπήματα που της έδωσε το κύμα καθώς έσκαγε πάνω της. Κι εκείνη λάμπει στο φως παρά το χρόνο που κουβαλάει. Αμίλητη κι αυτή όπως κι εσύ. Κι όμως η όψη της τα μαρτυράει όλα. Ενθύμιο μικρό. Πολύτιμο. Πάντα τη κουβαλώ μαζί. Πολλοί με ρώτησαν γιατί. Ποτέ δε το εξήγησα. Δε θα καταλάβαινε κανείς. Κι ο καθένας έβγαζε τα δικά του συμπεράσματα. Για γούρι είπαν κάποιοι, παραξενιά άκουσα από άλλους. Αναλώσιμες σκέψεις από ανθρώπους που πέρασαν μα δε στάθηκαν στ’ αλήθεια. Μόνο εσύ κι εγώ. Και ένα κίτρινο γράμμα που δε στάλθηκε ποτέ να περιμένει στο συρτάρι.

   Τελειώνω με το βάψιμο στα μάτια. Κοιτάζω μια τελευταία φορά ίσια μπροστά και σηκώνομαι από τη καρέκλα. Προχωρώ με βήμα αργό παρά το χρόνο που κυλά και το φροντιστή που μου κάνει νόημα να βιαστώ. Εγώ θα επιμένω. Πατώ το πόδι μου στο σανιδένιο πάτωμα που τρίζει. Παίρνω θάρρος και βγαίνω  στο κόσμο. Ποτέ δε κοιτώ ποιος κάθεται από κάτω. Μπορεί να είναι μιλιούνια δίπλα μου μα εγώ τόσο μόνος. Όχι πάντα. Ίσως ποτέ αληθινά. Δεν έχει σημασία. Παλιότερα έψαχνα στα πρόσωπα να βρω κι εσένα. Με κοίταζαν με θαυμασμό, θυμό κι αγάπη. Η αναγνώριση όμως δεν ήταν εκεί. Τι με έπιασε απόψε, δε ξέρω. Δεν έχει σημασία. Πάω και στέκομαι στη μέση της σκηνής. Ανεβάζω τα μάτια ψηλά. Παίρνω ανάσα και φωνάζω. «Ποιος είσαι; Πώς σε λένε; Πες μου μονάχα το όνομα σου». Και τότε έγινε κάτι μαγικό. Μου μίλησες για πρώτη φορά. Κανείς δε σ’ άκουσε κι ας ούρλιαζες μέσα μου. Δυο λέξεις. Δυο τόσες δα λεξούλες. Είμαι εσύ.


Ελένη Πετροπούλου


πηγή εικόνας:http://clipart-library.com/clipart/364449.htm

Ένα χαμόγελο για τη Χαρά

Το αποτέλεσμα ισούται με αγάπη